ὠκύς

ὠκύς
ὠκῠς (-ύς; -εῖα, -εῖαν, -είας; -έα nom.: ὠκύτεραι: ὠκύτατον m.)
1 swift, eager

πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας O. 2.83

Διὸς αἰετός, ὠκεῖαν πτέρυγ' ἀμφοτέρωθεν χαλάξαις P. 1.6

ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαι πρὸ δίκαςP. 4.139 ὠκεῖα δ' ἐπειγομένων ἤδη θεῶν πρᾶξις pr. P. 9.67 ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἷον εὗρεν

τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι πρὶν μέσον ἆμαρ ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον P. 9.114

τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες N. 1.42

ἔστι δ' αἰετὸς ὠκὺς ἐν ποτανοῖς N. 3.80

ὠκείας τ' ἀνέμων ῥιπάς *fr. 140c. 2*. ]ωκεια[ P. Oxy. 2442, fr. 104. adv.,

ὠκέως, ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν ὠκέως P. 3.58

καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64

ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως Παρθ. 2. 6.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὠκύς — quick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωκύς — εῑα, ύ, ΜΑ, θηλ. και ὠκύς Μ (ιδίως ως προσωνυμία τού Αχιλλέως) ταχύς, γρήγορος, ευκίνητος («τοῑσι δ ἀνιστάμενος μετέφη πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για πτηνό) ταχύπτερος 2. (για πλοίο) ταχύπλοος 3. (για βέλος) ὠκύπορος* 4. οξύς («ὠκὺ… …   Dictionary of Greek

  • ὠκέα — ὠκύς quick fem nom sg (epic ionic) ὠκύς quick neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὠκέᾱ , ὠκύς quick fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ὠκύς quick fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκεῖα — ὠκύς quick fem nom sg (epic) ὠκύς quick fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκεῖαι — ὠκύς quick fem nom pl (epic) ὠκύς quick fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυτάτων — ὠκύς quick fem gen pl ὠκύς quick masc/neut gen pl ὠκυτά̱των , ὠκύτης swiftness fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυτέρων — ὠκύς quick fem gen pl ὠκύς quick masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκυτέρως — ὠκύς quick adverbial ὠκύς quick masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκέη — ὠκύς quick fem nom sg (epic ionic) ὠκύς quick fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκέων — ὠκύς quick masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὠκέω̆ν , ὠκύς quick masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠκύ — ὠκύς quick masc voc sg ὠκύς quick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”